- Τούρνου
- Τού̱ρνου , Τοῦρνοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Σιδηρές Πύλες — Ονομασία διαφόρων στενωπών στα Βαλκάνια. Η γνωστότερη είναι ένα στενό και βραχώδες πέρασμα, μήκους περίπου 3 χλμ., μεταξύ των ρουμανικών πόλεων Όρσοβα και Τούρνου Σεβερίν, κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Η περιοχή αυτή… … Dictionary of Greek
Τρανσυλβανία — (Transilvania Siebenbürgen γερμανικά, Erdély ουγγρικά). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ρουμανίας, που ορίζεται από τη Βλαχία στα Ν, τη Μολδαβία στα Α, τη Βουκοβίνα στα ΒΑ, το Βανάτο στα ΝΔ, την Κρίσανα στα Δ, τη Μουραμούρες στα ΒΔ. Αποτελείται… … Dictionary of Greek